καμπούρικος

καμπούρικος
η , ο см. καμπούρης 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "καμπούρικος" в других словарях:

  • καμπούρικος — η, ο [καμπούρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καμπούρη 2. καμπούρης*. επίρρ... καμπούρικα με καμπούρικο τρόπο, κυρτά, σκυφτά …   Dictionary of Greek

  • καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»