καμπούρικος
Смотреть что такое "καμπούρικος" в других словарях:
καμπούρικος — η, ο [καμπούρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον καμπούρη 2. καμπούρης*. επίρρ... καμπούρικα με καμπούρικο τρόπο, κυρτά, σκυφτά … Dictionary of Greek
καμπούρης — α, ικο και καμπούρικος, η, ο (Μ καμπούρης, α, ικο) 1. αυτός που έχει καμπούρα, εξόγκωμα στην πλάτη, με τους ώμους γυρμένους, σκυφτός, καμπουριασμένος, καμπουρωτός νεοελλ. 1. δημώδης ονομασία τού πτηνού που σε παλαιότερα ταξινομικά συστήματα ήταν… … Dictionary of Greek